Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το πέναλτι

  • 1 одиннадцатиметровый

    одиннадцатиметровый: \одиннадцатиметровый удар το πέναλτι
    * * *

    одиннадцатиметро́вый уда́р — το πέναλτι

    Русско-греческий словарь > одиннадцатиметровый

  • 2 penalty

    ['penlti]
    plural - penalties; noun
    1) (a punishment for doing wrong, breaking a contract etc: They did wrong and they will have to pay the penalty; The death penalty has been abolished in this country.) ποινή,τιμωρία
    2) (in sport etc, a disadvantage etc that must be suffered for breaking the rules etc: The referee awarded the team a penalty; ( also adjective) a penalty kick) πέναλτι

    English-Greek dictionary > penalty

См. также в других словарях:

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • πέναλτυ — και πέναλτι, το (αθλητ.) ποινή που επιβάλλεται κατά τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικού αγώνα σε περίπτωση παραβάσεων τών κανονισμών τού αθλήματος μέσα στην περιοχή τής αμυνόμενης ομάδας, όπως λ.χ. ανατροπή επιτιθέμενου ποδοσφαιριστή, από πρόθεση πιάσιμο …   Dictionary of Greek

  • Βέντερς, Βιμ — (Wim Wenders, Ντίσελντορφ 1945 –). Γερμανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και σεναριογράφος. Είναι ίσως ο πιο διάσημος δημιουργός του νέου γερμανικού σινεμά και δημιούργησε σχολή βάζοντας πλάι στην κινηματογραφική παράδοση της πατρίδας του το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

  • χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»